- ειρηνοποίηση
- [-ις (-εως)] η примирение; умиротворение; успокоение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ειρηνοποίηση — η (AM εἰρηνοποίησις) αποκατάσταση τής ειρήνης, η συνθήκη ειρήνης … Dictionary of Greek
εἰρηνοποιήσῃ — εἰρηνοποιέω to make peace aor subj mid 2nd sg εἰρηνοποιέω to make peace aor subj act 3rd sg εἰρηνοποιέω to make peace fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)